ἁρπακτική

ἁρπακτική
ἁρπακτικός
rapacious
fem nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ορείχαλκος — Δυαδικό κράμα χαλκού και ψευδάργυρου με περιεκτικότητα σε ψευδάργυρο έως 50%. Ο βιομηχανικός ο. (περίπου 20 25% σε ψευδάργυρο) έχει χαρακτηριστικό κίτρινο χρώμα, είναι πολύ συμπαγής, λεπτόκοκκος και μπορεί να υποστεί επεξεργασία εν θερμώ και εν… …   Dictionary of Greek

  • Σάο Τομέ και Πρίνσιπε — Μικρό αφρικάνικο κράτος που αποτελείται από μια συστάδα νησιών του Ανατολικού ωκεανού (Κόλπος Γουινέας). Ήταν άλλοτε υπερπόντια επαρχία της Πορτογαλίας. Τα νησιά έχουν έκταση 964 τ. χλμ. και πληθυσμό 122.000 κατ., κατά μεγάλο μέρος Σουδανών… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”